- προσεχοντως
- προσεχόντωςπροσ-εχόντωςнастороженно, осмотрительно
(ζῆν Men.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῆν Men.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσεχόντως — attentively indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχόντως — Α επίρρ. προσεκτικά, με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσέχων, μτχ. ενεστ. τού προσέχω] … Dictionary of Greek